- θεσμοφόρος
- θεσμοφόροςlaw-givingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεσμοφόρος — ο (ΑΜ θεσμοφόρος, ον) αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο νομοθέτης αρχ. 1. (το θηλ. ως επίθ. τής Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την καλλιέργεια τής γης, τον καταρτισμό τής κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ. 2. ως κύριο όν. ὁ Θεσμοφόρος … Dictionary of Greek
θεσμοφόρον — θεσμοφόρος law giving masc/fem acc sg θεσμοφόρος law giving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόρω — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut nom/voc/acc dual θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόρε — θεσμοφόρος law giving masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόροι — θεσμοφόρος law giving masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόροιν — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόροιο — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόροις — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόρου — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφόρους — θεσμοφόρος law giving masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)